- δολίχαυλος
- δολίχ - αυλος (αὐλός): with long socket; αἰγανέη, Od. 9.156†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δολίχαυλος — δολίχαυλος, ον (Α) (για λόγχη ή αιχμή δόρατος) αυτός που έχει μακρύ αυλό, σωλήνα όπου έμπηγαν το ξύλο … Dictionary of Greek
δολίχαυλος — with a long tube masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχαύλους — δολίχαυλος with a long tube masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολίχαυλοι — δολίχαυλος with a long tube masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek